θαμπώνω — θαμπώνω, θάμπωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
θαμπώνω — και θαμβώνω και θαμβώ, όω (AM θαμβοῡμαι, όομαι) νεοελλ. 1. χάνω τη στιλπνότητα ή τη διαύγεια μου («θάμπωσε ο καθρέφτης») 2. αφαιρώ ή μειώνω τη στιλπνότητα ή τη διαφάνεια, θολώνω («από τους καπνούς θάμπωσαν τα τζάμια τού καφενείου») 3. προκαλώ σε… … Dictionary of Greek
θαμπώνω — θάμπωσα, θαμπώθηκα, θαμπωμένος 1. συσκοτίζω την όραση: Με θάμπωσε ο ήλιος. 2. προκαλώ κατάπληξη: Τον θάμπωσε η ομορφιά της. 3. κάνω κάτι θαμπό: Έπιασε το τζάμι και το θάμπωσε. 4. αμτβ., γίνομαι θαμπός: Θάμπωσε ο καθρέφτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θάμπωση — και θάμβωση, η [θαμπώνω] 1. η πράξη και η ενέργεια τού θαμπώνω 2. το αποτέλεσμα τού θαμπώνω, το θάμπωμα … Dictionary of Greek
αναθαμπώνω — 1. προκαλώ θάμβος, θαμπώνω 2. προξενώ θόλωση τής οράσεως, θαμπώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + θαμπώνω) … Dictionary of Greek
αθάμπωτος — η, ο [θαμπώνω] 1. αυτός που δεν αμαυρώθηκε, καθαρός, ακηλίδωτος, διαυγής 2. που δεν θαμπώθηκε, δεν ένιωσε έκπληξη ή θαυμασμό για κάτι 3. που δεν έχασε τη λαμπρότητά του ή τη δόξα του … Dictionary of Greek
αμέρδω — ἀμέρδω (Α) 1. αφαιρώ από κάποιον κάτι που τού ανήκει, στερώ, αποστερώ 2. αποστερώ κάποιον από τα φυσικά του δικαιώματα 3. (για τα μάτια) θαμπώνω, τυφλώνω 4. (το ενεργητικό όπως και το μέσο με παθητική σημασία) στερούμαι, χάνω 5. ό,τι και το… … Dictionary of Greek
αντιλάμπω — (AM ἀντιλάμπω) ανακλώ τη λάμψη, αντιφεγγίζω αρχ. μσν. συναγωνίζομαι στη λάμψη με κάποιον αρχ. 1. ρίχνω το φως μου στο πρόσωπο κάποιου 2. θαμπώνω, ζαλίζω κάποιον 3. κάνω σήματα, αναγγέλλω κάτι με πυρσούς … Dictionary of Greek
αντιλάρισμα — το το αντιφέγγισμα, η τρεμάμενη ανάκλαση της φλόγας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιλαρός «λαμπερός» (γι αυτό και η γραφή με ι ). Ο Στ. Αλεξίου συσχετίζει περαιτέρω τη λ. εξηγώντας έτσι τη σημασία «η κοκκινωπή τρεμάμενη λάμψη και αντανάκλαση της φλόγας».… … Dictionary of Greek
αποκαρώνω — (Α ἀποκαρῶ, όω) κάνω κάποιον να περιπέσει σε λήθαργο, αποκοιμίζω, αποβλακώνω νεοελλ. 1. θαμπώνω, καταπλήσσω κάποιον 2. η μτχ. αποκορωμένος, η, ο (με έννοια αποτροπιασμού) «αποκορωμένο νάναι το κακό», «η αποκορωμένη» (για οποιαδήποτε λοιμώδη ή… … Dictionary of Greek
αποσκοτίζω — ἀποσκοτίζω (Α) 1. προκαλώ σκοτάδι, σκοτεινιάζω, θαμπώνω 2. μετακινούμαι από τη θέση μου για να μην πέφτει η σκιά μου πάνω σε κάποιον … Dictionary of Greek